- ντεσγράτσια
- ντεσγράτσια, ἡ (Μ)βλ. ντισγκράτσια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντισγκράτσια — και δισγράτσια, η (Μ ντισγκράτσια και ντεσγράτσια) δυστυχία, ατυχία, συμφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. disgrazia «δυστυχία, ατυχία». Ο τ. ντεσγράτσια < βεν. desgrazia] … Dictionary of Greek